- τρυφερόβιος
- τρυφερόβιοςliving delicatelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυφερόβιος — ον, Α αυτός που ζει με τρυφηλό τρόπο, που ζει άνετη και πολυτελή ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + βιος (< βίος), πρβλ. σκληρό βιος] … Dictionary of Greek
τρυφερόβιον — τρυφερόβιος living delicately masc/fem acc sg τρυφερόβιος living delicately neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
τρυφεροδίαιτος — ον, Α τρυφερόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek